- άρατον
- ἄρατονἄ̱ρατον , αἴρωattach: aor imperat act 2nd dualἄ̱ρατον , αἴρωattach: aor ind act 2nd dual (doric aeolic )ἄ̱ρατον , αἴρωattach: aor ind act 2nd dual (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀρατόν — ἀρᾱτόν , ἀρατός prayed against masc/fem acc sg ἀρᾱτόν , ἀρατός prayed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρατον — Ἄρατος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρατον — ἄ̱ρατον , αἴρω attach aor imperat act 2nd dual ἄ̱ρατον , αἴρω attach aor ind act 2nd dual (doric aeolic) ἄ̱ρατον , αἴρω attach aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek